κοντόξυλο

κοντόξυλο
το
ξύλο κοντό και χοντρό: Τον πήρε μ' ένα κοντόξυλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοντόξυλο — το μικρό και κοντό ξύλο, ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ξύλο (πρβλ. σιδερό ξυλο, σκουπό ξυλο)] …   Dictionary of Greek

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”